- ρωγμή
- η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑεπιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)νεοελλ.ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»ιατρ. γραμμοειδής διακοπή τής συνέχειας οστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τι-μή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός*].
Dictionary of Greek. 2013.